Θεσσαλός

Θεσσαλός
I
Μυθολογικό πρόσωπο. Σύμφωνα με τον Ηρόδοτο (7, 176), ο Θ. έδωσε το όνομά του στη Θεσσαλία, περιοχή που μέχρι τότε έφερε διάφορες ονομασίες: Αιολία, Αιμονία, Ελλάς, Δρυοπίς και Γραικία. Ο Θ. καταγόταν από τη Θεσπρωτία της Ηπείρου και ήταν ικανότατος πολεμιστής, προσόν στο οποίο οφείλεται και η κατάληψη της Θεσσαλίας, την οποία κατόρθωσε σε σύντομο χρονικό διάστημα. Σύμφωνα με τον Στράβωνα και τον Αππολώνιο τον Ρόδιο, η Θεσσαλία, που υιοθέτησε την ονομασία της από τον Θ., ονομαζόταν τότε Πυρραία, από την Πύρρα, τη γυναίκα του Δευκαλίωνα. Ο Διόδωρος, εξάλλου, υποστηρίζει ότι ο Θ. ήταν γιος του Ιάσονα και της Μήδειας, ο οποίος κατόρθωσε να σωθεί από τη δολοφονική επίθεση της μητέρας του, καταφεύγοντας στην Κόρινθο. Αργότερα, επέστρεψε στην Ιωλκό και έγινε βασιλιάς.
II
Όνομα ιστορικών προσώπων.
1. Γιος του Πεισίστρατου (6ος αι. π.Χ.). Σύμφωνα με τον Αριστοτέλη, πρόκειται για το ίδιο πρόσωπο με τον Ηγησίστρατο, τον γιο του Πεισίστρατου και της Αργείτισας Τιμώνασσας. Για την προσωπικότητα και τον χαρακτήρα του υπάρχουν αντικρουόμενες απόψεις. Ο Έφορος τον περιγράφει ως σοφό, δίκαιο και οπαδό της ισότητας, ενώ ο Αριστοτέλης τον αποκαλεί θρασύ και υβριστή. Ο Θ., σύμφωνα πάντοτε με τον Αριστοτέλη, ήταν, κατά κάποιον τρόπο, ο ηθικός αυτουργός της απόπειρας του Αρμόδιου και του Αριστογείτονα εναντίον των αδελφών του, Ιππία και Ίππαρχου. Το 510 π.Χ. ο Θ., μαζί με τους άλλους Πεισιστρατίδες, έφυγε από την Αθήνα.
2. Γιος του Κίμωνα και αδελφός του Λακεδαιμόνιου και του Ύλιου (5ος αι. π.Χ.). Ακολούθησε την πολιτική του πατέρα του και διακρίθηκε κυρίως για τους αγώνες του εναντίον του Αλκιβιάδη, τον οποίο κατηγόρησε για ασέβεια προς τα μυστήρια.
3. Θ. ο Κώος (τέλη 5ου – αρχές 4ου αι. π.Χ.). Γιατρός, γιος του Ιπποκράτη. Έζησε στη Θεσσαλία, όπου συγκέντρωσε και ταξινόμησε τα συγγράμματα του Ιπποκράτη και συμπλήρωσε το Περί φύσεως ανθρώπου.
4. Γιατρός από τις Τράλλεις της Λυδίας (1ος αι. μ.Χ.). Ίδρυσε ιατρική σχολή και έγραψε σχόλια για τα έργα του Ιπποκράτη καθώς και διάφορα ιατρικά συγγράμματα, από τα οποία σώθηκαν μόνο ορισμένοι τίτλοι που αναφέρονται από τον Καίλιο Αυρηλιανό.
* * *
-ή, -ό (ΑΜ Θεσσαλός, -ή, -όν και θηλ. Θεσσαλίς, Α αττ. τ. Θετταλός θηλ. Θετταλή και Θετταλίς και θεσσ. τ. Πετθαλός και βοιωτ. τ. Φετταλός)
το αρσ. και θηλ. ως ουσ. ο κάτοικος τής Θεσσαλίας
αρχ.
1. θεσσαλικός
2. φρ. α) «θεσσαλὸν νόμισμα» — κίβδηλο νόμισμα
β) «θεσσαλὶς κυνῆ» και ως ουσ. «ἡ θεσσαλὶς» — είδος πέδιλου
3. παροιμ. «θεσσαλὸν σόφισμα» — θεσσαλική πανουργία, ψευτιά.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • Θεσσαλός — shoe masc nom sg Θεσσαλός shoe masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Θέσσαλος — masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Θεσσαλός — ο θηλ. Θεσσαλή, η κάτοικος της Θεσσαλίας …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Κινέας ο Θεσσαλός — (τέλη 4ου – αρχές 3ου αι. π.Χ.). Πολιτικός και ρήτορας. Ήταν σύμβουλος του βασιλιά της Ηπείρου Πύρρου. Παρά τις προσπάθειές του ο Κ. δεν κατόρθωσε να αποτρέψει τον Πύρρο από την εκστρατεία στην Ιταλία. Τον ακολούθησε ως πολιτικός σύμβουλος σε… …   Dictionary of Greek

  • Κύριλλος ο Θεσσαλός — (18ος αι.). Ιερομόναχος του Αγίου Όρους. Καταγόταν από τα Φουρνά των Αγράφων και αναφέρεται ως «ειδήμων λογικών τεχνών και επιστημών» …   Dictionary of Greek

  • Θεσσαλῶν — Θεσσαλός shoe fem gen pl Θεσσαλός shoe masc/neut gen pl Θεσσαλός shoe masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Θεσσαλόν — Θεσσαλός shoe masc acc sg Θεσσαλός shoe neut nom/voc/acc sg Θεσσαλός shoe masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Πρωτεσίλαος — Θεσσαλός πρίγκιπας που πήρε μέρος στην εκστρατεία εναντίον της Τροίας. Όταν ο ελληνικός στόλος έφτασε στις ακτές της Τροίας, αψήφησε τον χρησμό και αποβιβάστηκε με θάρρος πρώτος, με αποτέλεσμα να σκοτωθεί αμέσως από τον Έκτορα. Η νεαρή σύζυγός… …   Dictionary of Greek

  • Θεσσαλοῖο — Θεσσαλός shoe masc/neut gen sg (epic) Θεσσαλός shoe masc gen sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Θεσσαλοῖς — Θεσσαλός shoe masc/neut dat pl Θεσσαλός shoe masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”